παράωρα

παράωρα
επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα, πάρα πολύ αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ώρα μέσω ενός επιθ. *παράωρος (πρβλ. πρό-ωρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παράωρα — και πάρωρα επίρρ. χρον., σε προχωρημένη ώρα, αργά πολύ: Και νύχτα δε θα τραγουδώ παράωρα στα πλάγια το θλιβερό τραγούδι μου (Κρυστάλλης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”